-
1 томат
См. также в других словарях:
πολτός — ο μάζα μαλακή, χυλός: Πολτός ντομάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελτές — και μπελντές, ο 1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα 2. γλύκισμα από χυμό… … Dictionary of Greek
ντοματοπελτές — και τοματοπελτές, ο πολτός ντομάτας … Dictionary of Greek